Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Λευκή Κατοικία


Άκου: Pyramid Song- Radiohead
‘’And all the things I used to see
All my lovers were there with me
All my past and futures
And we all went to heaven in a little row boat
There was nothing to fear and nothing to doubt’’



Λευκή Κατοικία
Το βλέμμα της ήταν σαν ένα δωμάτιο που πρόσφατα είχαν αφήσει οι ένοικοι για αλλού. Σαν ένα δωμάτιο που το είχαν αφήσει με τα έπιπλα καλυμμένα με λευκά σεντόνια. Ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα είχαν αφεθεί σε αυτό το δωμάτιο και αυτά είτε άχρηστα ,είτε επίτηδες ξεχασμένα. Την κοιτούσα και δεν πίστευα πως ήμουν ο νέος ένοικος. Δεν ήξερα πού και αν έπρεπε να τοποθετήσω τα δικά μου πράγματα. Από τα λίγα που μπορούσα να διακρίνω , σκαρφιζόμουν ιστορίες μιας ζωής  με πόδια, επίγεια.
Η αμηχανία, υπάρχουν φορές που υποδηλώνει ειλικρίνεια στο χώρο. Άραγε μπορούσε να καταλάβει την αλήθεια που προσπαθούσα να χωρέσω στη στιγμή εκείνη άτσαλα;
Ήταν καθιστή μπροστά στην τηλεόραση. Το κορμί της ήταν σαν μια καρέκλα κουνιστή. Μπρος πίσω, μπρος πίσω, μπρος πίσω ρυθμικά , να γαληνεύει η ένταση της ανάσας που έτρεχε σχεδόν να ξεφύγει από το σώμα. Οι κόρες των ματιών ακίνητες. Δεν αντιδρούσαν στο φως της οθόνης, στην εναλλαγή του χρώματος, στην αυξομείωση της φωνής.
Η δική μου φωνή πώς θα βοηθούσε; Αναρωτιόμουν η δική της φωνή αν είναι βαμμένη από την τρέλα. Αναρωτιόμουν τι την έφερε ως εδώ, μπροστά μου, να της ξεκλειδώσω για λίγο το κλουβί για να κάνει δυο ή και τρεις βόλτες στην κανονικότητα που θα τις προσέφερα ανάλογα τη βάρδια, τις ώρες εργασίας μου, την όρεξη μου και ύστερα να την οδηγήσω ξανά μέσα σε αυτό ανανεώνοντας  το ραντεβού μας για την επόμενη μέρα.
Εκεί θα ήταν. Με αυτή τη γαλάζια ρόμπα και το κομποσκοίνι στο χέρι. Μάλλον οι προσευχές της δεν έπιασαν τόπο. Ο ναός της έμεινε άδειος και κατοικήθηκε από στοιχειά που προσπαθεί να ξορκίσει επιβιώνοντας και μόνο την κάθε μέρα.
Μου ζητήθηκε να της διαβάζω λίγο από ένα βιβλίο της επιλογής μου. Μου είπαν πως δεν έχει σημασία το είδος, ίσως και να μην αντιλαμβάνεται κάθε μου φράση. Μου είπαν πως θα της έκανα καλό , καθώς δε μιλά σε κανέναν, απλά κάθεται αμίλητη και κοιτάζει πότε την τηλεόραση, πότε τις παντόφλες της και κάποτε τα πουλιά που πλαισιώνονταν από το παράθυρο του σαλονιού.
Είπα, να της διαβάσω ποίηση.  Έφερα το βιβλίο μου με μεταφρασμένα ποιήματα της Sylvia Plath. Φορούσα ένα χρωματιστό φόρεμα. Ήλπιζα έστω και ένα από αυτά να της τραβήξουν το βλέμμα πάνω μου. Να νιώσω την ακοή της να επικεντρώνεται σε μια μου λέξη, ίσως σε μια πρόταση.
Με ήρεμη , καθαρή φωνή ξεκίνησα:

¨Πάνω στο ξερό κλαδί εκεί ψηλά
Κουρνιάζει ένας βρεγμένος μαύρος κόρακας
Που στρώνει ξανά και ξανά το φτέρωμά του μες τη βροχή.
Δεν αναμένω ένα θαύμα
Ή ένα ατύχημα
Να πυροδοτήσουν την όραση
Μες τα μάτια μου,ούτε ψάχνω
Πια στον ανερμάτιστο καιρό κάποιο σχέδιο,
Μόνο αφήνω τα λεκιασμένα φύλλα να πέφτουν όπως πέφτουν,
Χωρίς τελετή, ή οιωνό.


Παρόλο που, το ομολογώ, κάποιες φορές επιθυμώ,
Κάποια ανταπόκριση απ` τον βουβό ουρανό,
Δεν έχω στ` αλήθεια παράπονο:
Κάποιο αμυδρό φως μπορεί ακόμα
Να ξεπηδήσει λευκόπυρο
Απ` της κουζίνας το τραπέζι ή την καρέκλα
Σαν μια ουράνια φωτιά που πότε πότε
Κατέχει τα πιο αμβλεία αντικείμενα–
Καθαγιάζοντας έτσι ένα διάστημα
Αλλιώς ασυνεπές

Επιδίδοντάς του γενναιοδωρία , τιμή,
Κάποιος ίσως πει αγάπη. Ούτως ή άλλως , τώρα περπατώ
Επιφυλακτική( γιατί θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και σ` αυτό το μουντό, ερειπωμένο τοπίο)~ δύσπιστη

Παρόλ` αυτά συνετή, αγνοώντας

Πως ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα δίπλα μου. Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
Που τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του μπορεί να λάμψει τόσο

Ώστε ν` αδράξει τις αισθήσεις μου, ν` ανασηκώσει
Τα βλέφαρά μου, και να μου παραχωρήσει….¨

¨Μια σύντομη ανάπαυλα από το φόβο.
Της απόλυτης ουδετερότητας.¨

Ξαφνικά, η φωνή μου κόπασε. Ο ρυθμός χάθηκε και μια άλλη φωνή , ξένη , απόκοσμη συνέχισε. Ήταν η δική της. Αυτός ήταν ο στίχος που συνέχιζε, οι λέξεις ήταν στη σωστή σειρά και εγώ ακίνητη με το βιβλίο στα χέρια και το χρωματιστό φόρεμα ξέφευγα από τη σειρά εκείνη που με είχαν βάλει να περιμένω για μια απάντηση.
Βυθίστηκε ξανά στη σιωπή. Αυτή τη φορά το ίδιο έκανα και εγώ. Η ώρα μου εκεί τελείωσε. Κατευθύνθηκα προς τη γραμματεία, σαστισμένη, με ένα μούδιασμα.
¨Ο μισθός σας¨, μου είπε ο κύριος πίσω από το γραφείο.
¨Πείτε μου σας παρακαλώ, η κυρία Ελένη, πώς έφτασε εδώ¨;
¨Δεν μπορώ να σας δώσω τέτοιου είδους πληροφορίες. Μπορώ μιας που εργάζεστε εδώ, μόνο να σας πω , πως πρέπει να απολαμβάνει την παρέα σας. Ήταν καθηγήτρια λογοτεχνίας σε ένα σχολείο λίγο πιο έξω από εδώ. Χάθηκε η οικογένεια της και…¨
Πήρα τα χρήματα μου και κατευθύνθηκα προς τα έξω.
¨Ήταν καθηγήτρια και δούλευε λίγο πιο έξω από εδώ¨.
Τώρα δουλεύει έξω από τον εαυτό της , υφαίνοντας νήματα και κάνοντας τρύπες για κάτι που δε θα φορεθεί ποτέ από κανέναν. Πού και πού λησμονεί το τιτίβισμα πουλιών , έξω από το παράθυρο , την πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς σε μια τάξη γεμάτη ζωή.
Άφησα τη λευκή κατοικία και ξέχασα σε αυτή ένα προσωπικό αντικείμενο επίτηδες.

*(Το ποίημα είναι μετάφραση της Sylvia Plath, από την Κατερίνα Ηλιοπούλου, ‘’Μαύρος Κόρακας στη βροχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου