Εικονογράφηση: Κατερίνα Ανδρέου//Samiamidi Spectrum |
Μια δαγκωνιά ήταν αρκετή
για να σπάσει. Ο γιατρός είπε πως ήταν
σαθρό καιρό τώρα. Έκανα την έκπληκτη.
''Μα πώς, πότε, γιατί αφού εγώ πλένω συχνά
τα δόντια μου'', απολογήθηκα. Μου είπε,
πως μια τρύπα που είχε αφεθεί από
παλιότερο σφράγισμα ήταν εκείνη που
άφηνε τις τροφές να εισχωρούν και να
παραμένουν σχεδόν ανέπαφες. Δυο -τρεις
φορές με είχε πονέσει. Έσφιγγα τα υπόλοιπα
δόντια, ίσως έπινα δυο τρεις γουλιές
τσίπουρο και με άφηνε. Κάθε φορά το ίδιο.
Κάθε πόνος και πιόμα και η ζωή συνεχιζόταν.
Μέχρι που έσπασε. Καλύτερη περίοδο δε
θα μπορούσε να βρει να με τρέξει σε
ιατρεία και άλλα συναφή. Τώρα που όλα
είναι πιο δύσκολα , τώρα και αυτό.
Ακολουθώντας την ίδια
διαδρομή, μάζευα τα κουράγια μου και
κατηφόριζα το δρόμο , στεκόμουν σε
δυο-τρία φανάρια, προσπερνούσα την
πλατεία και έφτανα, καλησπέριζα, άφηνα
την τσάντα μου στην καρέκλα ,το παλτό
στην κρεμάστρα. Ύστερα , τι άλλο έμενε
παρά να κάτσω στην ιατρική καρέκλα, να
ανάψει η λάμπα ,να ανοίξει το στόμα
διάπλατα , να ακουστεί ο τροχός. Καλός
γιατρός, ελαφροχέρης και σύμμαχος. Μου
'χε πει με κάθε πόνο να βγάζω έναν ήχο ,
για να γίνεται πιο διακριτικός. Ούτε
ένεση αναισθητική, ούτε τίποτα. Έτσι
,απλά, με κάθε σουβλιά , κουνούσα πότε
το χέρι, πότε το πόδι, πότε έβγαζα μια
μικρή άχνα. Πονεμένη αλλά ασφαλής.
Γνώριζα πως θα πονέσω, γνώριζα πως με
μια ένδειξη ενόχλησης, ο πόνος θα μειωθεί.
Γνώριζα πως ο όποιος πόνος θα γιατρευτεί
αργά ή γρήγορα , πως η ζημιά θα διορθωθεί
με το όποιο τελικά κόστος. Η διαδικασία
της ίασης διηρκούσε περίπου σαράντα
λεπτά κάθε φορά και εγώ αμίλητη , ακούνητη,
αγέλαστη, κάθε φορά η ίδια. Μετά μόνο
ένα μούδιασμα, μια ξένη γεύση , μια πίκρα
που περνούσε ως αργά το βράδυ.
Δυο εβδομάδες πέρασαν,
περίπου πέντε ραντεβού και ένα νέο,χτιστό
δόντι, με σφράγισμα, με κουφώματα και
παντζούρια στεκόταν σαν να μη συνέβη
ποτέ τίποτα. Κανένα σκληρό παξιμάδι,
καμιά δαγκωνιά , κανένα σπάσιμο δε συνέβη
ποτέ. Ο γιατρός αποφάνθηκε απόλυτη
διόρθωση και ευαίσθητα ούλα, προσοχή
στις εναλλαγές ζεστού-κρύου και φροντίδα
καθημερινή. Ευχαρίστιες, ανακούφιση, η
τσάντα στον ώμο, το παλτό στο χέρι ,
προσπέρασα την πλατεία , στάθηκα σε
δυο-τρία φανάρια, ανηφόρισα το δρόμο
και έφτασα στο σπίτι με το σύνηθες
μούδιασμα , την ξένη-πικρή γεύση που ως
το βράδυ θα περνούσε.
Κάθισα στο μπαλκόνι,
έβαλα να πιω χλιαρό καφέ , δίχως ζάχαρη,
η άνοιξη είχε φτάσει και το παλτό πια
είχε θέση στα χέρια στις επιστροφές εδώ
και κάποιες μέρες. Το δόντι στη θέση του
, εγώ στη δική μου και κανένα άλλοθι για
πόνους. Στην καρέκλα τη γνωστή, με κλειστό
το στόμα, η λάμπα σβηστή, ο πόνος υπόκωφος.
Κουνάς κάθε μέρα τα χέρια και τα πόδια
, βγάζεις άχνες, πότε κραυγές και κανείς
δε βοηθά στο να γίνει ο όποιος πόνος σου
πιο διακριτικός. Οι ζημιές εδώ δε
διορθώνονται όλες ακόμη και όταν
κοστίζουν, ακόμη και όταν πληρώνεις. Ο
τροχός της ζωής γυρνά , ο χειριστής ο
χρόνος και τα σαθρά μέρη κόβονται, όσα
πρέπει λειαίνονται , όσα είναι να
διορθωθούν διορθώνονται , χωρίς ένεση
αναισθητική. Αργά ή γρήγορα η ίαση
έρχεται , το μούδιασμα φεύγει , η ξένη-πικρή
γεύση ως κάποιο βράδυ περνά και τα ούλα
ευαίσθητα χρειάζονται φροντίδα και
προσοχή σε ζέστες και σε κρύα.
( Εditorial Τεύχους 35// Περιοδικό ΛΥΚΟS http://issuu.com/to_lykos/docs/lykos_035)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου