Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πεζά-άρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πεζά-άρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Πονόδοντος

Εικονογράφηση: Κατερίνα Ανδρέου//Samiamidi Spectrum



Μια δαγκωνιά ήταν αρκετή για να σπάσει. Ο γιατρός είπε πως ήταν σαθρό καιρό τώρα. Έκανα την έκπληκτη. ''Μα πώς, πότε, γιατί αφού εγώ πλένω συχνά τα δόντια μου'', απολογήθηκα. Μου είπε, πως μια τρύπα που είχε αφεθεί από παλιότερο σφράγισμα ήταν εκείνη που άφηνε τις τροφές να εισχωρούν και να παραμένουν σχεδόν ανέπαφες. Δυο -τρεις φορές με είχε πονέσει. Έσφιγγα τα υπόλοιπα δόντια, ίσως έπινα δυο τρεις γουλιές τσίπουρο και με άφηνε. Κάθε φορά το ίδιο. Κάθε πόνος και πιόμα και η ζωή συνεχιζόταν. Μέχρι που έσπασε. Καλύτερη περίοδο δε θα μπορούσε να βρει να με τρέξει σε ιατρεία και άλλα συναφή. Τώρα που όλα είναι πιο δύσκολα , τώρα και αυτό.

Ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, μάζευα τα κουράγια μου και κατηφόριζα το δρόμο , στεκόμουν σε δυο-τρία φανάρια, προσπερνούσα την πλατεία και έφτανα, καλησπέριζα, άφηνα την τσάντα μου στην καρέκλα ,το παλτό στην κρεμάστρα. Ύστερα , τι άλλο έμενε παρά να κάτσω στην ιατρική καρέκλα, να ανάψει η λάμπα ,να ανοίξει το στόμα διάπλατα , να ακουστεί ο τροχός. Καλός γιατρός, ελαφροχέρης και σύμμαχος. Μου 'χε πει με κάθε πόνο να βγάζω έναν ήχο , για να γίνεται πιο διακριτικός. Ούτε ένεση αναισθητική, ούτε τίποτα. Έτσι ,απλά, με κάθε σουβλιά , κουνούσα πότε το χέρι, πότε το πόδι, πότε έβγαζα μια μικρή άχνα. Πονεμένη αλλά ασφαλής. Γνώριζα πως θα πονέσω, γνώριζα πως με μια ένδειξη ενόχλησης, ο πόνος θα μειωθεί. Γνώριζα πως ο όποιος πόνος θα γιατρευτεί αργά ή γρήγορα , πως η ζημιά θα διορθωθεί με το όποιο τελικά κόστος. Η διαδικασία της ίασης διηρκούσε περίπου σαράντα λεπτά κάθε φορά και εγώ αμίλητη , ακούνητη, αγέλαστη, κάθε φορά η ίδια. Μετά μόνο ένα μούδιασμα, μια ξένη γεύση , μια πίκρα που περνούσε ως αργά το βράδυ.

Δυο εβδομάδες πέρασαν, περίπου πέντε ραντεβού και ένα νέο,χτιστό δόντι, με σφράγισμα, με κουφώματα και παντζούρια στεκόταν σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα. Κανένα σκληρό παξιμάδι, καμιά δαγκωνιά , κανένα σπάσιμο δε συνέβη ποτέ. Ο γιατρός αποφάνθηκε απόλυτη διόρθωση και ευαίσθητα ούλα, προσοχή στις εναλλαγές ζεστού-κρύου και φροντίδα καθημερινή. Ευχαρίστιες, ανακούφιση, η τσάντα στον ώμο, το παλτό στο χέρι , προσπέρασα την πλατεία , στάθηκα σε δυο-τρία φανάρια, ανηφόρισα το δρόμο και έφτασα στο σπίτι με το σύνηθες μούδιασμα , την ξένη-πικρή γεύση που ως το βράδυ θα περνούσε.

Κάθισα στο μπαλκόνι, έβαλα να πιω χλιαρό καφέ , δίχως ζάχαρη, η άνοιξη είχε φτάσει και το παλτό πια είχε θέση στα χέρια στις επιστροφές εδώ και κάποιες μέρες. Το δόντι στη θέση του , εγώ στη δική μου και κανένα άλλοθι για πόνους. Στην καρέκλα τη γνωστή, με κλειστό το στόμα, η λάμπα σβηστή, ο πόνος υπόκωφος. Κουνάς κάθε μέρα τα χέρια και τα πόδια , βγάζεις άχνες, πότε κραυγές και κανείς δε βοηθά στο να γίνει ο όποιος πόνος σου πιο διακριτικός. Οι ζημιές εδώ δε διορθώνονται όλες ακόμη και όταν κοστίζουν, ακόμη και όταν πληρώνεις. Ο τροχός της ζωής γυρνά , ο χειριστής ο χρόνος και τα σαθρά μέρη κόβονται, όσα πρέπει λειαίνονται , όσα είναι να διορθωθούν διορθώνονται , χωρίς ένεση αναισθητική. Αργά ή γρήγορα η ίαση έρχεται , το μούδιασμα φεύγει , η ξένη-πικρή γεύση ως κάποιο βράδυ περνά και τα ούλα ευαίσθητα χρειάζονται φροντίδα και προσοχή σε ζέστες και σε κρύα.


( Εditorial Τεύχους 35// Περιοδικό ΛΥΚΟS http://issuu.com/to_lykos/docs/lykos_035)

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

To γράμμα.


Δες:  A Letter to Heaven
Άκου: That Home – Cinematic Orchestra
http://www.youtube.com/watch?v=-wlwII_thtQ

Γράμμα.

Να φύγω ήθελα και όλο κάτι προέκυπτε. Μια να περάσω από το περίπτερο της γειτονιάς, μια που μου λυνόντουσαν τα κορδόνια. Αυτά έφταιγαν και δεν έφευγα και περνούσαν οι μέρες.
 Στα σκαλιά της εισόδου είχαν μαζευτεί εφημερίδες ένα σωρό. Αρκετές αποδείξεις της αδιαφορίας μου για να μάθω τι συμβαίνει στους γύρω. Τις προσπερνούσα, πού και πού τις πατούσα με τα λασπωμένα μου παπούτσια και ανέβαινα φευγάτη τα σκαλιά που οδηγούσαν σπίτι. Δεκαπέντε ήταν τα σκαλιά, τα είχα μετρήσει όταν ανέβαινα βαριεστημένα, όταν κατέβαινα σκοντάφτοντας, όταν ανυπομονούσα να επιστρέψω. Σίγουρα δεκαπέντε.
Πού και πού έκανα μια στάση στην είσοδο να ψαχουλέψω τους φακέλους. Οι λογαριασμοί είχαν μαζευτεί ήδη και ο μήνας δεν είχε προλάβει να αλλάξει. Τι κρίμα που δε δέχομαι όπως παλιά γινόταν, γράμματα. Γράμματα σε φακέλους διάφορους, με χαρακτήρες καλλιγραφίας , με γραμματόσημα επιλογής, με αποστολέα και παραλήπτη προσωπικούς, από αγαπημένους φίλους. Τίποτα δεν είχε φτάσει  για μένα. Μόνο για το σπίτι μου ερχόντουσαν γράμματα και αριθμοί αμέτρητοι και εγώ τι να απαντήσω;
Μια φορά, ένιωσα άσχημα και σκέφτηκα πως δεν είναι της ανατροφής μου να αδιαφορώ έτσι για αυτούς που με αναζητούν. Και είπα να πάρω έναν από αυτούς για να απαντήσω.
¨ Αγαπητέ κύριε ΟΤΕ ,τι κάνετε; Πώς είστε; Εγώ μαγείρεψα σήμερα μια κούπα ρύζι και περιμένω να έρθει Τετάρτη που έχουμε λαϊκή για να αγοράσω ένα βασιλικό για το μπαλκόνι. Βλέπετε ,το καλοκαίρι μου μαράθηκαν όλα σχεδόν και τώρα είναι που είναι και μια σταλιά το μπαλκονάκι μου, είναι και ξεραμένο.  Έχετε παιδιά; Εγώ ένα, αλλά μου είναι μακριά. Μου λείπει , ξέρετε. Αλλά θα μου πείτε, σε ποια μάνα δε λείπουν τα παιδιά της. Πια δε μιλώ σε κανέναν. Μόνο σε αυτόν  και σας ευχαριστώ για αυτό μιας που χωρίς εσάς δε θα ήταν εφικτό όπως καταλαβαίνετε. Δυο λέξεις λέω όλες και όλες: ¨Τρώς;¨, ¨Σε αγαπώ, να προσέχεις¨ και το κλείνω. Ίσως ,μερικές φορές στέκομαι λίγο παραπάνω, για να πω την αλήθεια, αλλά εσείς μητέρα θα έχετε, θα ξέρετε πώς είναι. Τι να σας πω, ίσως αρχίσω να στέλνω γράμματα. Απλώς ξέρετε τα γράμματα αργούν και εκείνος μου λείπει. Δεν μπορώ να σας πληρώσω. Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, κακία δε θα σας κρατήσω. Απλώς, δεν μπορώ και ξέρετε σας λέω την αλήθεια, γιατί μου λείπει. Φιλικά, Αλίκη¨.
Αυτό έγραψα, το δίπλωσα στα δυο και το έβαλα μέσα στο φάκελο. Το έστειλα, μα απάντηση δεν πήρα καμιά. Πάνε τρεις μέρες που μου το έχουν κόψει και από σήμερα θα αρχίσω να του  γράφω γράμματα. Πήρα και μερικούς γαλάζιους φακέλους σήμερα επιστρέφοντας από τον βιβλιοπώλη.
Να φύγω ήθελα και όλο κάτι προέκυπτε. Μια που τα μαλλιά μου ήταν άβαφτα, μια που το καλό μου το φόρεμα δεν ήταν σιδερωμένο. Αυτά έφταιγαν και δεν έφευγα και περνούσαν οι μέρες. Πώς να πάω στο παιδί έτσι όπως έχω γίνει; Τι θα πει;
Μεγαλώνω και μικραίνω. Πια δεν ξέρω αν είμαι μητέρα ή παιδί. Αποκοιμιέμαι στον καναπέ και δεν πάω στο κρεβάτι μου, ξεχνάω να τρώω επειδή ζω στον κόσμο μου, στεναχωριέμαι εύκολα και βάζω τα κλάματα θέλοντας να με κανακέψουν. Έχω χαμηλώσει την οροφή μου και τα πόδια μου είναι κοντά. Τα θεμέλια μου βάστηξαν γερά όλα αυτά τα χρόνια, μα δεν παύει να είμαι ένα γέρικο σπίτι με μια κυρία που στέκεται στο παράθυρό της συχνά για ένοικο.
Το παιδί μου χάνει τα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας και εγώ τα αντίστοιχα της ενηλικίωσης του.
Τα γράμματα που του πάνε τα στέλνει μια άλλη που έχει φορέσει τα χέρια μου. Είναι όμορφη, χαμογελαστή και αισιόδοξη. Είναι πιο άνετη οικονομικά και φορά ένα καθαρό, σιδερωμένο καινούριο φόρεμα χρώματος μωβ. Εκείνη θα πάει να τον βρει με τα χέρια μου κάπου στη βροχερή Γερμανία. Και εγώ  θα μείνω εδώ να μου τα επιστρέψει με λίγη από την αγάπη του.
Στην είσοδο μπαίνοντας , έπεσα πάνω σε ένα γράμμα που ήταν για μένα τόσο μεγάλο όσο ένας βράχος. Ο παραλήπτης ήμουν εγώ , η Αλίκη και ο αποστολέας ο Σπύρος Χρήστου. Ανέβηκα τα σκαλιά ανυπόμονα. Νομίζω πως  ήταν περισσότερα τα σκαλιά αυτή τη φορά. Ίσως 17. Και έσκισα το χαρτί που με κρατούσε μακριά από το μυστικό.
¨Αγαπητή Αλίκη,
Είμαι ο Σπύρος όπως θα είδες.Να φτιάξεις το μπαλκόνι σου και να τον γεμίσεις βασιλικούς που μυρίζουν ωραία. Έχω και εγώ δύο εδώ. Έχω και κάτι γεράνια κόκκινα και ροζ. Ξέρω πως είναι οι μάνες. Ξέρω πως είναι οι γονείς. Και εμένα μου λείπει. Είναι στο Άμστερνταμ εδώ και λίγους μόλις μήνες. Δεν είσαι μόνη. Εμένα μπορείς να με ξεχάσεις και να θυμάσαι την παρηγοριά μου. Πάρ ‘ τον τηλέφωνο. Φιλικά, Σπύρος¨.

Τον πήρα τηλέφωνο και φορούσα ένα καθαρό , σιδερωμένο, μωβ φόρεμα. Τα μαλλιά μου ήταν μαζεμένα και η καρδιά μου απλωμένη στέγνωνε. Να φύγω ήθελα ,μα αυτή η πόλη κατοικείται ακόμη από μερικούς ανθρώπους. Θα μείνω εδώ για να έχει κάποιον να τον περιμένει να γυρίσει.



Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Περιθώριο


Σελίδες.


Γυρνούσαν οι σελίδες η μια μετά την άλλη. Τα βιβλία τελείωναν. Τα τετράδια το ίδιο. Κόντευε να τελειώσει ο χρόνος. Για μένα, ο χρόνος δεν έπαψε ποτέ να μετριέται σχολικά. Άρχιζε το φθινόπωρο και τελείωνε το καλοκαίρι. Μου φαινόταν πως έτσι η σειρά ήταν ευκρινέστερη. Μπορούσα και κουβαλούσα τον επόμενο χρόνο , αυτά και αυτούς που κατάφεραν να περάσουν μαζί μου τέσσερις διαφορετικές θερμοκρασίες και παρέμειναν αναλλοίωτοι ή άλλαξαν σύσταση μαζί μου.

''Η αταξία υποδηλώνει ύπαρξη, ζωή'', είχε πει η Μαλβίνα.Άλλοθι , αυτή η άποψη καθώς στους χρόνους μου υπήρχε σειρά, μα όχι τάξη. Το ίδιο και στα βιβλία, το ίδιο και στα τετράδια. Σε σειρά το ένα πίσω από το άλλο, μα χρονικά μια σύγχυση τοποθετημένη πάνω σε ράφια, στο γραφείο.

Γυρνούσαν οι σελίδες η μια μετά την άλλη. Έψαχνα να βάλω μια τάξη σε γραπτά , κείμενα ,αναγνώσματα. Καιρός ήταν, σκεφτόμουν. Άντε να θυμηθεί κανείς , τι έγραψε και διάβασε πρώτα , τι δεύτερα, τι τρίτα. Στο περιθώριο των σελίδων πάντα σημειώσεις, πού και πού ένα σκίτσο, ένα σύμβολο, ένα όνομα , κόκκινο στυλό , μολύβι , μια φράση που ξεχώρισε, μια λέξη που ήχησε αλλιώς.

Άρχισα να διαβάζω τα ευρύματα του περιθώριου.Τα έψαχνα μανιωδώς ανάμεσα στις σελίδες. Όπου υπήρχε σε αυτά γραφή, υπήρχε και νόημα στη σελίδα. Η τάξη δεν είχε σημασία. Υπήρχαν αποδείξεις πως υπήρχα , μεγάλωνα, πότε έμενα ίδια και πότε κάπως άλλαζα.

Λάθη και σημειώσεις, υπενθυμίσεις και συμπεράσματα, όμορφα, σημαντικά, διαθέσεις ημερών και ωρών, ονόματα μπερδεμένα με στυλό και μολύβι, λέξεις ανορθόγραφες που μεγαλώνοντας έμαθαν ορθογραφία , αυτά που είχα κρατήσει και ονόμαζα ζωή, όλα στο περιθώριο.


Αντιθέσεις///4o Τεύχος Περιοδικού Λύκοs

Φουστ-άν-ι


Πάντα προτιμούσε τα φουστάνια.Ίσως η γυναικεία φύση της είχε προτιμήσει περισσότερο  από μόνη της την πιθανότητα, το ενδεχόμενο του να γίνει κάτι από την πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν απόφάσισε να φοράει το ρούχο που κρύβει μέσα του ένα ''αν'', το φουστ-άν-ι.

Κάποτε αυτά ράβονταν πάνω στο σώμα.Τα ύφασματα και οι υφές ταίριαζαν σε δέρματα , δεμένα με κλωστές σε χρώματα διάφορα. Οι παραγγελίες των φουστανιών ήταν τα μέτρα που έπαιρναν στα σώματα εν ζωή. Μια ζωή που μοιραζόταν σε περίπατους, χορούς, πρωινές και απογευματινές βάρδιες εργασίας, γιορτές και οικογενειακές φωτογραφίες.

Τα ρούχα μετρημένα, οι περιστάσεις επίσης. Κάθε φορά ένας διαφορετικός συνδυασμός, μια διαφορετική διάθεση και μια τσάντα με ασορτί παπούτσια και κραγιόν θα πήγαιναν το σώμα να διαλαλήσει την ομορφιά , βήμα- βήμα, τακ -τακ του τακουνιού , απ' όπου περνούσε.

Δεν ξέρω, αν εφταιγε το θέρος που χάζευα τα φουστάνια της με τις ώρες.
Κάποια πουά και εγώ μετρούσα μισοφέγγαρα μετρημένα και πανσέληνους πάνω σε καμπύλες .Κάποια φλοράλ ,με λουλούδια απ 'άκρη σ' άκρη θαρρείς πως στα τελειώματα κρεμόντουσαν κοτσάνια και πως στα στήθη της μαζεύονταν τ'αποστάγματα. Κάποια ακόμη ριγωτά , που παράλληλα φυλάκιζαν στις ρίγες χρώματα και ευχόμουν αναίσχυντος να πιάξει μια σύντομη βροχή να στάξουν το ένα μέσα στο άλλο.

Πάντα ετοιμαζόμουν πρώτος και καθόμουν καπνίζοντας να τη χαζεύω να ετοιμάζεται. Να στρώνει με τα χέρια της τις ζάρες της ατέλειας και να λειαίνει μια τελειότητα που εγώ τουλάχιστον εντόπιζα ξεκάθαρα.


Editorial 4oυ Τεύχους // Περιοδικό Λύκos

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Καραμέλες (Αντιθέσεις 3ου τεύχους Λύκοs)


(αντιθετικό ζεύγος τεύχους Αφέλεια -Καχυποψία)




Καραμέλες.
(αφέλεια)

Έφτανε κάθε μέρα την ίδια ώρα. Τα είχε υπολογίσει όλα. Την ώρα που θα ήταν και θα έπαιζε έξω εκείνη. Την ώρα αυτή που ο κόσμος γύρω της θα ήταν ελάχιστος. Την πρώτη φορά φορούσε μονόχρωμα, σκούρα ρούχα και εκείνη φοβήθηκε να πλησιάσει. Όσο τα χρώματα πάνω του ήταν πιο φωτεινά, εκείνη πλησίαζε ολοένα και πιο θαρραλέα.
Μια μέρα, έφτασε κοντά του. Τους χώριζαν τα κάγκελα του σχολείου.
Με τα δυο μεγάλα μάτια της προσπαθούσε να ανιχνεύσει ποιος ήταν αυτός και από πού ερχόταν.

¨Πώς σε λένε¨;
¨Δεν μπορώ να σου πω¨.
¨Μα αν δε μου πεις το όνομά σου, δεν μπορούμε να παίξουμε¨.
¨Δε θέλω να παίξουμε. Εγώ απλά ήθελα να σε δω και να σου δώσω αυτά¨.

Το κορίτσι δίστασε. Εκείνος έβαλε στις χούφτες της δέκα πολύχρωμες καραμέλες.

¨Φύγε τώρα, πήγαινε να παίξεις με τους φίλους σου¨.

Το κορίτσι γύρισε πίσω κρατώντας σφιχτά στα χέρια του τα γλυκίσματα. Τα γλυκά αυτά ήταν περίτρανη απόδειξη πως μίλησε σε κάποιον άγνωστο. Δεν έπρεπε ούτε να τα φάει , ούτε να τα πάει σπίτι. Η μητέρα της και πιο συχνά η γιαγιά της, της έλεγαν να μη μιλά σε αγνώστους.
Βέβαια ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Η καλύτερή της φίλη η Αγγελική, ήταν άγνωστη την πρώτη μέρα της σχολικής τους χρονιάς. Τώρα είναι η καλύτερη της φίλη. Τα μαθηματικά και η έκθεση ήταν άγνωστα σε αυτήν και τώρα της είναι απαραίτητα για να μπορεί να παίρνει σωστά τα ρέστα και να γράφει τις σκέψεις της στο χαρτί.

Δεν καταλάβαινε γιατί το άγνωστο έπρεπε να το αποφεύγει.

Έτσι, κάθε μέρα εκείνος ο κύριος ερχόταν και εκείνη πήγαινε και μάζευε τις καραμέλες του.

¨Για πες μου, αυτά που σου δίνω τα τρως;¨
¨Όχι, κύριε, τα μαζεύω¨.
¨Γιατί τα μαζεύεις; Αφού δεν τα τρως , σου είναι άχρηστα¨.
¨Μου αρέσουν τα χρώματα κύριε. Μου αρέσει να ανοίγω το σακούλι μου και να βλέπω πώς γίνονται περισσότερα όσο περνούν οι μέρες¨.

Ο κύριος αυτός δεν ξαναήρθε από τότε. Κατάλαβε πως το κοριτσάκι του μεγάλωνε και πως οι καραμέλες που του έδινε , δεν έφταναν πια για να νομίζει πως έχει κάποιο πατρικό πρότυπο να μιμηθεί.

Το κορίτσι μεγάλωνε και έκανε το άγνωστο, γνωστό. Πολλές φορές είχε εξαπατηθεί, άλλες είχε κερδίσει. Χρόνια ολόκληρα περνούσαν και εκείνη αντάλλαζε κουβέντες με ανθρώπους όλων των ηλικιών. Πολλοί περαστικοί προσπέρασαν τα κάγκελα της, άλλοι κοντοστάθηκαν για λίγο, μερικοί της έδωσαν καραμέλες, μερικοί πρόφεραν το όνομα τους άφοβα και φώναξαν δυνατά το δικό της, λίγοι πέρασαν τα κάγκελα και έπαιξαν μαζί της γελώντας και τρέχοντας μια ολόκληρη ζωή.

Το κορίτσι μεγάλωνε και μάζευε αντικείμενα , πράξεις, λόγια , πρόσωπα.

Δεν ήταν αφελής. Ήξερε πως για να έχει ζωή θα έπρεπε να την εμπιστεύεται και να μην τη σκορπίζει. Ήξερε πως η αφέλεια η δική της ήταν η εμπιστοσύνη μιας αθώας καρδιάς.

Κάθε τόσο άνοιγε το σακούλι. Της άρεσαν τα χρώματα. Της άρεσε να ανοίγει το σακούλι της και να βλέπει πως αυτά γίνονται περισσότερα , όσο περνούν τα χρόνια.






Σταυρούλα Παπαδάκη